- μέλιτ'
- μέλιτα , μέλιhoneyneut nom/voc/acc plμέλιτι , μέλιhoneyneut dat sgμέλιτε , μέλιhoneyneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MELITE — vicus in tribu Oeneide. Steph. Item Atticae oppid. Plin. l. 4. c. 7. vicum Plutarchus vocat in Solone. Harpocration ad Cecropidem refert. Templum ibi unum Eurysaci, alterum Melanippo filio Thesei, tertium Dianae cognomine Α᾿ριςτοβούλῳ, ubi ii… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
Κρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της νύμφης Ιδαίας, ήταν ήρωας της Κρήτης καθώς και ο πρώτος ιθαγενής βασιλιάς της. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. θέσπισε στην προμινωική φάση το δίκαιο του πληθυσμού των Ετεοκρητών. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι… … Dictionary of Greek
βλίττω — (Α) κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μλι τιω, μετονοματικό παράγωγο (με μηδενισμένη βαθμίδα) < μελιτ , μέλι. Οι συσχετισμοί της λ. με τα βλιμάζειν και μαλάσσειν αποτελούν υποθέσεις αβάσιμες] … Dictionary of Greek
θαλασσίτης — θαλασσίτης, ό (Α) 1. (ενν. οίνος) οίνος που διατηρούνταν μέσα σε θαλασσινό νερό ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό νερό 2. μια από τις ποικιλίες τού λίθου υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιτης (πρβλ. αιματ ίτης, μελιτ ίτης)] … Dictionary of Greek
κάρρων — κάρρων, ον (Α) καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ. β. «ἄμμες δέ γ ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού τού επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < *κάρσων, με αφομοίωση < *κάρ σσων, με… … Dictionary of Greek
καρυΐτης — καρυΐτης, ὁ (Α) 1. αυτός που μοιάζει με καρύδι 2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» το φυτό ευφόρβιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. ίτης (πρβλ. γαλακτ ίτης, μελιτ ίτης)] … Dictionary of Greek
καρφίτης — καρφίτης, ὁ (Α) ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» η χελιδονοφωλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λογχ ίτης, μελιτ ίτης)] … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek